χολινακετυλάση

χολινακετυλάση
η, Ν
(βιοχ.) ένζυμο το οποίο προκαλεί την ανασύνθεση τής ακετυλοχολίνης από τη χολίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. choline-acetylase < χολίνη (< χολή / χόλος) + acetylase < acetyl (βλ. ακετύλιο) + -ase, κατάλ. τής χημ. ορολογίας (βλ. -άση)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χολίνη — Οργανική ουσία η οποία αποτελείται από άνθρακα, υδρογόνο, οξυγόνο και άζωτο, που συναντάται σε ζωικούς και φυτικούς ιστούς, κυρίως ως συστατικό μερικών ουσιών (λεκιθίνη κ.ά.)· σε αυτή τη μορφή μπορεί να ανευρεθεί, σε μικρές ποσότητες, σε κάποια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”